Η επιλογή ενός θέματος όπως το παραπάνω είναι κάθε άλλο παρά τυχαία στα χρόνια που διανύουμε.
γράφει ο Κώστας Γκαϊφύλλιας |
Τα τελευταία τρία χρόνια ο ελληνικός λαός μετατρέπεται σε μάρτυρα αλλαγών τόσο σε υπερεθνικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο.Μετατρέπεται στον τελικό αποδέκτη ενός καλοστημένου σχεδίου το οποίο ξεκίνησε πριν από περίπου πενήντα χρόνια με τα τεράστια κύματα των εσωτερικών μεταναστών και την αστικοποίηση .Πριν 20 χρόνια γιγαντώθηκε με τη σύναψη των ευρώ-οικονομικών συμφωνιών και τη διαφθορά υγιών στρωμάτων της μέχρι τότε κοινωνίας και ολοκληρώνεται στη δεκαετία που διανύουμε με τον πιο σκληρό τρόπο.
Τη στιγμή λοιπόν που ο άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος με την προσωπική του κατάρρευση είτε αυτή είναι ηθική είτε οικονομική ενώ ο πανικός της αποκαλούμενης κρίσης έχει απλωθεί στα μεσαία και κατώτερα οικονομικά στρώματα, πολιτικοί, δημοσιογράφοι και πάσης φύσεως αναλυτές θεώρησαν τις συνθήκες ιδανικές και επιβεβαιώνοντας την ιδιότητα τους ως υπηρέτες των οικονομικών συστημάτων, έστρεψαν την προσοχή τους στην απενοχοποίηση του παρόντος κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, ενός σάπιου συνόλου κανόνων, πολιτικών και συμπεριφορών.
Η επινόηση του όρου της εθνικής κατάθλιψης συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό προς την κατεύθυνση αυτή. Η εντεινόμενη και συστηματική χρήση του όρου από «ειδικούς» σε τηλεόραση, ραδιόφωνο και εφημερίδες είχε ως αποτέλεσμα το συνδυασμό στη συνείδηση των πολιτών του όρου κατάθλιψη, ενός καθαρά ιατρικού ορισμού της κλινικής ψυχολογίας με τις εξελίξεις και τις μεταβολές που υφίσταται η καθημερινότητα του. Αυτό που συνέβη ουσιαστικά ήταν η ιατρικοποίηση κοινωνικών φαινομένων και η επικέντρωση στα αποτελέσματα μιας κατάστασης και όχι στα αίτια. Η απογοήτευση και η ανοχή απέναντι στα πρόσωπα του πολιτικού προσκηνίου καθώς και η αγωνία με το θυμό των ανθρώπων για την όλο και πιο βάναυση και απολυταρχική αντιμετώπιση τους από προέδρους τραπεζών και οικονομικούς αναλυτές, μετονομάστηκε έντεχνα ως εθνική κατάθλιψη. Ένας όρος που στοχεύει στην παθητικοποίηση και την παραίτηση των πολιτών. Μια λέξη που τους μεταμορφώνει σε ασθενείς των οποίων η μοναδική πράξη που τους απομένει είναι να περιμένουν το χάπι, τη θεραπεία, τη σωτηρία. Η ερώτηση που πρέπει να απασχολήσει όλους μας είναι το πόσο ασθενής μπορεί να χαρακτηριστεί άραγε ένας άνθρωπος ο οποίος χάνει τη δουλειά του ή ζει υπό αυτή την απειλή, το εισόδημά του εκμηδενίζεται, μέρα με τη μέρα έρχεται ένα βήμα πιο κοντά στην εξαθλίωση, το μέλλον των παιδιών του έχει υποθηκευτεί και καθημερινά δέχεται τρομολαγνικής φύσεως επιθέσεις από τα στρατευμένα μέσα και την «κοινή γνώμη»? Ας αναρωτηθούμε.
Δυστυχώς η συμβολή των ίδιων των ανθρώπων στην εξέλιξη των γεγονότων ήταν καθοριστική. Εξαπατημένος αλλά πεπεισμένος για την προσωπική του άνοδο στα κοινωνικά στρώματα, ο άνθρωπος εγκλωβίστηκε σε ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα το οποίο ποτέ δεν κατάλαβε αλλά και ποτέ δεν αρνήθηκε τους καρπούς που του προσέφερε. Ο ομφάλιος λώρος που τον συνέδεε με τις ειλικρινείς οικογενειακές, εργασιακές και κοινωνικές αξίες κόπηκε βίαια απομονώνοντας τον από κάθε τι γνώριμο μέχρι τότε. Η αίσθηση του μέτρου και των αναλογιών είχε χαθεί αφήνοντας σημαντικά ψυχικά κενά και δημιουργώντας συνεχώς καινούριες ανάγκες. Μια από αυτές ήταν η ανάγκη του αυτοπροσδιορισμού στα νέα δεδομένα, ανάγκη που τον οδήγησε στην αναζήτηση της νέας του ταυτότητας, μιας ταυτότητας εναρμονισμένης και άρρηκτα συνδεδεμένης με τις ημιτελείς ηθικές αξίες που υπαγόρευαν τα νέα κοινωνικοοικονομικά συστήματα. Η αλλοτρίωση είναι καταλυτική.
Το σημείο στο οποίο έχει φτάσει άνθρωπος και κοινωνία είναι κομβικό. Οι αποφάσεις που θα παρθούν από τους πολίτες, είναι αυτές που θα διαμορφώσουν το μέλλον των κοινωνιών και των παρόντων συστημάτων. Πρέπει να καταλάβουμε τις θυσίες τις οποίες κάναμε στο βωμό της οικονομικής «ευημερίας» και να ανατρέξουμε σε τρόπους και μεθόδους ζωής που αφήσαμε πίσω. Η εθνική κατάθλιψη τελικά είναι ο εθνικός μας αποπροσανατολισμός και στα χέρια μας είναι να το αλλάξουμε.
“Στις σύγχρονες κοινωνίες οι δείκτες ευημερούν και οι πολίτες δυστυχούν”
( Ζαφειρίδης, 2002)