Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ

ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ 
Η προέλευση του ποδοσφαίρου χάνεται κυριολεκτικά στα βάθη του παρελθόντος. Υπάρχουν ιστορικά αρχεία που μαρτυρούν την ύπαρξη προγενέστερων τύπων ποδοσφαίρου στην Κίνα, στην αρχαία Ελλάδα και Ρώμη. Παίζονταν πολλά παιχνίδια με αντικείμενα που ομοίαζαν με μπάλα. Δεν μπορούμε όμως να πούμε με βεβαιότητα, ότι το ποδόσφαιρο αποτελεί την απευθείας εξέλιξη κάποιου από αυτά τα παιχνίδια της αρχαιότητας. Υπάρχουν ακόμα πολλές πληροφορίες, για κάποια παιχνίδια που παίζονταν κατά καιρούς και παρουσίαζαν μερικά κοινά χαρακτηριστικά με το σύγχρονο ποδόσφαιρο. Προέρχονται από διάφορες χώρες και αντιστοιχούν σε διάφορες εποχές. Αυτό αποδεικνύει ότι τα παιχνίδια με τη μπάλα ήταν ευρέως διαδεδομένα σε όλες τις εποχές. Μερικά από αυτά μάλιστα, παίζονταν από ομάδες αντιμέτωπες, που έσπρωχναν την μπάλα ακόμα και με τα πόδια, προκειμένου να επιτύχουν να περάσει σε μια καθορισμένη ζώνη και με αυτόν τον τρόπο να αποκτήσουν ένα προβάδισμα απέναντι στον αντίπαλου..

Δεν μπορούμε να πούμε ότι σε κάποιο από αυτά τα παιχνίδια βρίσκουμε τον πρόγονο του ποδοσφαίρου, έστω και αν σε μερικά όπως, το ράγκμπι, το μπάσκετ, το αυστραλιανό ποδόσφαιρο, υπάρχουν κάποια τεχνικά στοιχεία, όμοια με αυτά που συναντούμε και σήμερα.
 Ένα είδος ποδοσφαίρου, σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες παιζόταν στην Κίνα τον 11ο π.Χ. αιώνα. Ήταν πολύ διαδεδομένο το ''τσου-κου'' (μπάλα από δέρμα που σπρωχνόταν με το πόδι). Η δερμάτινη μπάλα με την οποία παιζόταν, ήταν γεμισμένη με γυναικεία μαλλιά. Την μπάλα την κλωτσούσαν προς ένα «τέρμα» από μπαμπού 3 - 4 μέτρων, πίσω από το οποίο ήταν τεντωμένο ένα δίχτυ από μετάξι. Κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα το ''τσου-κου'' αποτελούσε μέρος της στρατιωτικής εκπαίδευσης των Κινέζων.

Στο Εθνολογικό Μουσείο του Μονάχου διατηρείται ένα χειρόγραφο του Λι-Γου, χρονολογημένο στον 5ο π.Χ. αιώνα που μιλάει για την εισαγωγή του ''τσού-κου'' στην Ιαπωνία. Επίσης αναφέρει και τη διοργάνωση αγώνων μεταξύ των ομάδων Κίνας και Ιαπωνίας.


Αν ανατρέξουμε στα Ομηρικά έπη θα βρούμε τις πρώτες πληροφορίες για παιχνίδι με μπάλα στη λεκάνη της Μεσογείου. Μια παρόμοια αναφορά γίνεται και στον Θεαίτητο του Πλάτωνα. Την μεγαλύτερη επιτυχία όμως στην αρχαία Ελλάδα γνώρισε το παιχνίδι «Επίσκυρος» που είχε πάρει το όνομά του από τη γραμμή με σκύρα, που χώριζε το γήπεδο. Το παιχνίδι «επίσκυρος» κάποτε οι Ρωμαίοι το έφεραν και στη Ρώμη, το ονόμασαν «harapastum» και το έπαιζαν κυρίως στρατιώτες.

Ο Μαρτιάλιος σε ένα του επίγραμμα, περιγράφει τους τύπους της μπάλας που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι. Την «pilapaganica» που χρησιμοποιούσαν κυρίως οι χωρικοί που ήταν φτιαγμένη από δέρμα και γεμισμένη με πούπουλα και τη follies που ήταν από δέρμα αλλά γεμισμένη με μια φούσκα γεμάτη αέρα. Ανάγλυφο του 4ου π.Χ. αιώνα που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών απεικονίζει έναν έφηβο να παίζει τη σφαίρα με το πόδι χωρίς όμως ωστόσο να σχετίζεται με ποδόσφαιρο όμοιο με το σύγχρονο.

Από ανασκαφές που έκαναν στη Σαμοθράκη οι Αμερικανοί με επικεφαλής την Ελίζαμπεθ Ντούζμπερι και τον Έλληνα αρχαιολόγο Ανδρέα Βαβρίτσα, προήλθε ένα ακόμη σημαντικό εύρημα, μια μπάλα ποδοσφαίρου. Σ' έναν τάφο του 3ου π.Χ. αιώνα, βρέθηκε μεταξύ άλλων κι ένα πήλινο συμπαγές ομοίωμα μπάλας, που μοιάζει με τις μπάλες που χρησιμοποιούνται στο σύγχρονο ποδόσφαιρο.


ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΤΕΡΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ (Μέχρι το 1863)

Κατά τον Μεσαίωνα το παιχνίδι της μπάλας εξέφραζε τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε γειτονικά χωριά ή μεταξύ φατριών του ιδίου χωριού. Παιζόταν με διαφορετικούς κανονισμούς από τόπο σε τόπο και ήταν εντελώς διαφορετικοί από εκείνους της αρχαιότητας. Η επιδίωξη της νίκης γινόταν με ιδιαίτερο φανατισμό και αυτό άρχισε να προβληματίζει τους φορείς της εξουσίας. Μάλιστα ο Ερρίκος ο Β' της Αγγλίας έφθασε στο σημείο να απαγορεύσει το παιχνίδι, γιατί ο μεγάλος ενθουσιασμός που έδειχναν οι υπήκοοι του, οδηγούσε πολλές φορές σε υπερβολές και ακρότητες. Όπως προκύπτει από ένα χρονικό του Λονδίνου του 1175, οι κάτοικοι άρχισαν να διαμαρτύρονται για τον επικίνδυνο και βίαιο τρόπο με τον οποίο παιζόταν το ποδόσφαιρο κατά τη διάρκεια του καρναβαλιού.

Το παιχνίδι με τη μπάλα ξεκίνησε στους αγρούς και τους δρόμους ανάμεσα σε αγροτόπαιδα και μαθητευόμενους. Ήταν ένα λαϊκό παιχνίδι με ραγδαία ανάπτυξη που άνηκε στο λαό. Στα μάτια των αρχών και της υψηλής κοινωνίας όμως, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα χυδαίο, θορυβώδες χόμπι, που από το 14ο αιώνα και μετά, ο αξιοσέβαστος και ο ευσεβής κύκλος το παρατηρούσε με αποστροφή και κατέβαλλε συνεχείς προσπάθειες για να εμποδιστεί η ανάπτυξη του. Κρατούσε τους ανθρώπους μακριά από την άσκηση των Χριστιανικών καθηκόντων τους και από τα επαγγέλματα τους, και επομένως από τα συμφέροντα των εργοδοτών τους.

Σπαταλούσε χρόνο που θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί επικερδώς στην πρακτική της τοξοβολίας και άλλων στρατιωτικών δεξιοτήτων. Αλλά παρόλο που οι νομοταγείς δήμαρχοι, σερίφηδες και οι κληρικοί προσπάθησαν να το πατάξουν, η επίδραση τους ήταν ελάχιστη έως μηδαμινή και ο κόσμος απλά συνέχιζε να παίζει. Όμως αυτό που παιζόταν, δεν ήταν ακόμα ποδόσφαιρο, αλλά πράγματι είναι αλήθεια ότι ήταν θορυβώδες και επικίνδυνο. Τα παιχνίδια στους δρόμους κατέληξαν να ονομάζονται «ποδόσφαιρο όχλου», που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μικρές και βίαιες οδομαχίες.

Ο τομέας ποδοσφαίρου, είχε το μήκος μιας πόλης, οι δε παίκτες έφταναν μέχρι και τους πεντακόσιους, ενώ η σύγκρουση συνεχιζόταν καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας. Μεγάλος αριθμός ποδιών έσπαζαν, ενώ καταγράφηκαν και μερικοί θάνατοι. Με το όνομα Savate έπαιζαν και στη Γαλλία κατά το Μεσαίωνα ένα αντίστοιχο παιχνίδι με μπάλα, στο οποίο χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά τα πόδια με τρόπο βίαιο. Στις διάφορες μορφές του, το ποδόσφαιρο, καθ΄ όλη την πορεία της εξέλιξής του, οδήγησε σε απίθανες εκρήξεις πάθους μεταξύ των θεατών και σκληρότητας μεταξύ των παικτών. Μάλιστα ο Άγγλος Τζον Λαντζένιους, το 1200, περιγράφει με μελανά γράμματα την βιαιότητα που χαρακτήριζε τις ποδοσφαιρικές συναντήσεις.

Το 1300 το συμβούλιο των Γερόντων της Πίζας, απείλησε με αυστηρές ποινές όσους συνέχιζαν να παίζουν ποδόσφαιρο στη πλατεία της Μητρόπολης και του νεκροταφείου. Η Φλωρεντία είναι η πόλη στην οποία το ποδόσφαιρο βρήκε τη μεγαλύτερη διάδοση κατά την εποχή των Μεδίκων. Τον 17ο αιώνα εκδόθηκε στη Βενετία το λεξικό της Ακαδημίας της Κρούσκα. Σ’ αυτό συναντούμε τα παρακάτω στοιχεία: «Ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι που παίζεται στη Φλωρεντία, με δύο ομάδες, όπως σε παράταξη μάχης, με μια μπάλα φουσκωμένη με αέρα. Μοιάζει με τη σφαιρομαχία που πέρασε από τους Έλληνες στους Λατίνους και από τους Λατίνους σ’ εμάς».

Το ποδόσφαιρο στη Φλωρεντία παιζόταν τις ημέρες των μεγάλων γιορτών και ήταν τόσο διαδεδομένο, ώστε συχνά και οι πιο λαμπροί άρχοντες και οι πιο διάσημοι καλλιτέχνες δεν δίσταζαν να συμμετάσχουν στον αγώνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ανάμεσα στις προσωπικότητες που ασχολήθηκαν με φανατισμό με το άθλημα, την εποχή αυτή, είναι τρεις άνθρωποι που μετέπειτα κατέλαβαν τον Παπικό θρόνο, ο Κλήμεντας ο Γ', ο Λέοντας ο Ι' και ο Ουρβανός ο Ζ'. Στη Φλωρεντία οι ποδοσφαιρικές συναντήσεις γίνονταν στην Πλατεία της Σάντα Κρότσε. Οι ομάδες ονομάζονταν Partiti και ήταν δύο, οι «Πράσινοι» της αριστερής όχθης του Άρνου και οι «Λευκοί» της δεξιάς όχθης.

Όταν μια ομάδα κέρδιζε τον αγώνα έπαιρνε ως έπαθλο τα λάβαρα της αντίπαλης ομάδας. Σύμφωνα με το έθιμο που επικρατούσε, μετά από μια επίσημη δοξολογία που γινόταν στην Εκκλησία του Ευαγγελισμού, τα λάβαρα παραδίδονταν στον αρχηγό της ομάδας που νικούσε. Αυτός, σύμφωνα με τα ιπποτικά έθιμα μπορούσε να τα προσφέρει σε μια όμορφη γυναίκα της γειτονιάς του. Ο Ιάκωβος ο Α' ο Στιούαρτ, εξέδωσε στην Αγγλία το 1617 την «Decleration of Sports». Η απόφαση αυτή δημιούργησε καινούργια δεδομένα και νέα προοπτικές για το ποδόσφαιρο. Κατάργησε όλες τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς που υπήρχαν σχετικά με το ποδόσφαιρο και ευνόησε τη γρήγορη διάδοση του ποδοσφαίρου στα κολέγια.

Υπάρχει μια παράδοση ότι ο αριθμός των παικτών μιας ποδοσφαιρικής ομάδας καθιερώθηκε από τον αριθμό των σπουδαστών κάθε θαλάμου κολεγίου που ήταν δέκα συν ένα παιδαγωγό, οι οποίοι αποτελούσαν και την ομάδα. Μέχρι και το 1820 παρότι το ποδόσφαιρο δεν είχε πάρει ακόμα το όνομα football, χρησιμοποιείτο ο όρος οφσάιντ και είχε κανονισμούς παραπλήσιους με τους σημερινούς. Το 1849 έγιναν στο Κέμπριτζ αγώνες ποδοσφαίρου σύμφωνα με κανονισμούς που πήραν το όνομα της πόλης. Οι κανονισμοί αυτοί διατηρήθηκαν πολύ λίγο, συνέβαλαν όμως σημαντικά στην ενοποίηση και κωδικοποίηση του πρώτου τεχνικού κανονισμού.


Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ (1863)


Η 26η Οκτωβρίου 1863 θεωρείται η επίσημη ημερομηνία γέννησης του σύγχρονου ποδοσφαίρου. Στη πρώτη συνάντηση, στη ταβέρνα των Freemason's, παραβρέθηκαν αντιπρόσωποι των σωματίων Forest (αργότερα έγιναν οι Wanderers, πρώτοι νικητές του FA Cup), NN Kilburn (NN για No Names αλλά το σωματείο ήταν γνωστό με τα αρχικά του - WBA), Barnes, War Office, Crusaders, Perceval House, Blackheath, Crystal Palace, Blackheath, Kensington School, Surbiton, Blackheath School. Επιπρόσθετα το Charterhouse School έστειλε ένα παρατηρητή ενώ έδωσαν το παρόν και ορισμένοι αδέσμευτοι ποδοσφαιριστές.

Συμφωνήθηκε ότι τα σωματεία που παραβρέθηκαν στην συνάντηση θα απάρτιζαν τον σύλλογο που θα ονομαζόταν ο ''Σύλλογος Ποδοσφαίρου'' (Football Association) και κατέληξαν σ΄ ένα γενικό κανονισμό πειθαρχίας του παιχνιδιού που καθόριζε μεταξύ άλλων, ότι η μπάλα πρέπει να παίζεται μόνο με τα πόδια. Αυτή ήταν λοιπόν η σειρά των γεγονότων που οδήγησαν στη δημιουργία του Ποδοσφαιρικού Συλλόγου (FA), ενός σημείου καμπής στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Το βάρος της υιοθέτησης κοινών κανόνων δεν μπορούσαν όμως να το επωμισθούν άμεσα διότι μια μειονότητα σωματείων οδηγούμενη από το Blackheath, ήταν υπέρ της ενσωμάτωσης των κανόνων της σχολής του Rugby (τον προγονό του σημερινού Rugby Union).

Σε μια μετέπειτα συνάντηση στη 1η Δεκεμβρίου, οι οπαδοί του Rugby ηττήθηκαν με 13 ψήφους έναντι 4 και αποτάχτηκαν από τον σύνδεσμο. Στης 8 Δεκεμβρίου οι προτεινόμενοι κανόνες έγιναν και επίσημα δεκτοί. Για την ιστορία αυτοί οι αρχικοί κανόνες ήταν:

1. Το μέγιστο μήκος του γηπέδου θα είναι 200 γιάρδες και το μέγιστο πλάτος θα είναι 100. Τόσο το μήκος όσο και το πλάτος θα σημαδεύονται με σημαίες. Το τέρμα θα είναι μεταξύ δυο όρθιων δοκών απόστασης 8 γιαρδών, χωρίς καμιά ταινία η δοκό να τα διασταυρώνει.

2. Με το στρίψιμο του νομίσματος, οι αντίπαλες ομάδες θα επιλέγουν εστίες και ο αγώνας θα ξεκινάει με ένα λάκτισμα από το κέντρο του γηπέδου, από την ομάδα που έχασε στο στρίψιμο. Η αντίπαλη ομάδα θα πρέπει να βρίσκεται σε απόσταση 10 γιαρδών από την μπάλα, μέχρι να γίνει η σέντρα.

3. Μόλις επιτευχθεί ένα τέρμα, η ομάδα που το δέχτηκε υποχρεούται να κάνει σέντρα. Αμέσως μετά την επίτευξη κάθε τέρματος, οι δύο αντίπαλες ομάδες θα πρέπει να αλλάζουν εστίες.


ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ (1863 - 1904)


Οι κανονισμοί του Συνδέσμου του Ποδοσφαίρου του 1863 μπορεί να εφαρμόζονταν στο Λονδίνο και στην ευρύτερη περιοχή του, όμως στην επαρχία τα τοπικά αθλητικά σωματεία συνέχιζαν, για αρκετό διάστημα, να ακολουθούν τους δικούς τους κανόνες. Οι πιο σημαντικοί από αυτούς τους τοπικούς κανονισμούς, ίσχυαν στην περιοχή του Σέφιλντ. Ήταν το 1877, όταν η συγκεκριμένη περιοχή αποφάσισε να υιοθετήσει τους κανονισμούς του Συνδέσμου του Ποδοσφαίρου, οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν απορροφήσει κάποιους συγκεκριμένους κανόνες του Ποδοσφαιρικού κώδικα του Σέφιλντ.

Υπάρχουν κάποιες ομοιότητες στη δομή του σωματείου του Σέφιλντ, του παλαιότερου ποδοσφαιρικού σωματείου στον κόσμο, και του Νοτς Κάουντι του παλαιότερου ποδοσφαιρικού σωματείου λίγκας. Και τα δυο αυτά σωματεία ξεκίνησαν την πορεία τους στο ποδοσφαιρικό στερέωμα κάπως άναρχα. Παρέες νεαρών της τάξης των εμπόρων και επιχειρηματιών, συγκεντρώνονταν και έδιναν αγώνες μεταξύ τους, ώσπου τελικά να πάρουν τη μορφή των ποδοσφαιρικών σωματείων. Η Σέφιλντ δημιουργήθηκε στις 24 Οκτωβρίου του 1857, και η Νοτς Κάουντι στις 7 Δεκεμβρίου του 1864.

Οι δύο αυτές ομάδες ''συγκρούστηκαν'' για πρώτη φορά τη περίοδο 1864 - 1865, στο πρώτο σημαντικό καταγεγραμμένο ματς μεταξύ ομάδων της νεοσύστατης Ποδοσφαιρικής Λίγκας. Το παιχνίδι πραγματοποιήθηκε στις 2 Ιανουαρίου στο «Μέντους Κρίκετ Γκράουντ» στο Νότιγχαμ και βρήκε νικήτρια την ομάδα του Σέφιλντ με 1-0. Το γκολ σημείωσε ο Τζέιμς Γουάιλντ στο 40'. Η εφημερίδα του Νότιγχαμ στο φύλλο της 6ης Ιανουαρίου του 1865 αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το ματς προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολλών θεατών. Η Νοτς Κάουντι, αν και ιδρύθηκε σχετικά πρόσφατα, στάθηκε αρκετά καλά απέναντι στην έμπειρη ομάδα της Σέφιλντ».

ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 


Το ποδόσφαιρο άρχισε να εμφανίζεται στην Ελλάδα λίγο πριν από τις αρχές του 20ου αιώνα όταν στα λιμάνια του Πειραιά της Πάτρας της Θεσσαλονίκης αλλά και της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης ναυλοχούσαν Αγγλικά πολεμικά πλοία και έπαιζαν οι ναύτες μεταξύ τους ποδόσφαιρο. Παράλληλα πολλοί Έλληνες φοιτητές σε Αγγλικά πανεπιστήμια αλλά και μετανάστες σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες επέστρεφαν στην Ελλάδα φέρνοντας μαζί τους και το ποδόσφαιρο, όπως ο Παναγιώτης Βρυώνης από την Ελβετία όπου έπαιζε ποδόσφαιρο στην Σερβέτ και ο Ανδριανόπουλος ο μετέπειτα ιδρυτής και ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού. Στη Θεσσαλονίκη, συγκροτήθηκε η πρώτη ομάδα, η Ουνιόν Σπορτίβ, από ξένους που βρίσκονταν εκεί.

Επίσημα το άθλημα εμφανίζεται το 1899 όταν η Διοίκηση του ΣΕΓΑΣ, στο οποίο υπαγόταν τότε το ποδόσφαιρο, αποφάσισε στις 12 / 1 / 1899 να προκηρύξει ποδοσφαιρικούς αγώνες. Την πρώτη επίσημη μετάφραση των κανονισμών του ποδοσφαίρου έκανε το 1898 ο Ιωάννης Χρυσάφης. Οι πρώτες ομάδες που εμφανίζονται είναι ο «Εθνικός Γυμναστικός Σύλλογος» και ο «Πανελλήνιος» στην Αθήνα, ο «Πειραϊκός Σύνδεσμος» στον Πειραιά, ο «Πανιώνιος» και ο «Απόλλωνας» στη Σμύρνη και η «Πέρα Κλουμ» στη Κωνσταντινούπολη. Ο ΣΕΓΑΣ προκηρύσσει το πρώτο πανελλήνιο πρωτάθλημα, το 1906, με νικητή τον Εθνικό Γ.Σ, ενώ στην Σμύρνη το πρώτο πρωτάθλημα είχε διοργανωθεί πολύ νωρίτερα το 1898 με νικητή τον Απόλλωνα.


Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΚΥΠΕΛΛΟΥ 

Ήταν στις αρχές του 20ου αιώνα όταν ο Γάλλος Ρομπέρ Γκερέν και ο Ολλανδός Κορνέλιους Χίρσμαν είχαν την ιδέα για τη δημιουργία μιας οργάνωσης που θα διοικούσε το παγκόσμιο ποδόσφαιρο.
 Οι Βρετανοί είχαν ήδη προχωρήσει στην ίδρυση των τεσσάρων ομοσπονδιών (Αγγλίας, Σκοτίας, Ιρλανδίας και Ουαλίας) πολλά χρόνια νωρίτερα αλλά το ποδόσφαιρο είχε πλέον εξαπλωθεί και στην υπόλοιπη υφήλιο. Οι Γκερέν και Χίρσμαν ένιωσαν έτσι την ανάγκη να ενωθούν όλες οι ποδοσφαιρικές δυνάμεις κάτω από κοινή στέγη και για το συμφέρον του ίδιου οράματος.
Παρά τις επίπονες προσπάθειες τους όμως να πείσουν την Αγγλία να αναλάβει, με δεδομένη την εμπειρία της, την ευθύνη για τη δημιουργία της παγκόσμιας ομοσπονδίας, οι υπερόπτες Βρετανοί έκριναν ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν απαραίτητο. «Δεν μπορούμε να διακρίνουμε τα πλεονεκτήματα ενός τέτοιου σχεδίου» ήταν μια από τις χαρακτηριστικές απαντήσεις των Άγγλων. Έτσι ο Γκερέν και ο Χίρσμαν πήραν την απόφαση να ιδρύσουν την παγκόσμια ομοσπονδία χωρίς τους «πατέρες». Η ιδέα έγινε πράξη στις 21 Μαΐου 1904 στο Παρίσι και η Federation Internationale de Football Association (FIFA) πήρε «σάρκα και οστά».


ΤΟ ΤΡΟΠΑΙΟ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΚΥΠΕΛΛΟΥ

Το τρόπαιο Jules Rimet ήταν το αρχικό έπαθλο του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Η αυθεντική ονομασία του ήταν «Victory» όμως έμεινε γνωστό απλώς ως το «τρόπαιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου». Το 1946 μετονομάστηκε σε «Jules Rimet Trophy» προς τιμήν του προέδρου της FIFA Jules Rimet -ήταν και ο εμπνευστής της ιδέας του Παγκοσμίου Κυπέλλου- ο οποίος απεβίωσε το 1929. Σχεδιασμένο από τον Abel Lafleur και κατασκευασμένο από καθαρό χρυσάφι, το τρόπαιο είχε ύψος 35 εκατοστά και ζύγιζε 3.8 κιλά. Το τρόπαιο απεικονίζει τη Νίκη της Σαμοθράκης, τη Θεά της Ελληνικής μυθολογίας που προσωποποιούσε τη δόξα του Ελληνικού πολιτισμού.
Η χώρα που το κατέκτησε για πρώτη φορά στην Ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου είναι η διοργανώτρια του Μουντιάλ του 1930 Ουρουγουάη. Το τρόπαιο μάλιστα είχε φτάσει στη χώρα μέσω του Conte Verde, του πλοίου που μετέφερε στην Ουρουγουάη τη Γαλλία, τη Ρουμανία και το Βέλγιο (τις Ευρωπαϊκές χώρες που συμμετείχαν στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο).