O ΜΠΡΑΟΥΝ, Ο ΦΙΣΕΡ ΚΙ Ο ΚΡΑΦΤ, ΞΑΝΑΣΜΙΞΑΝ ΠΑΛΙ ΚΑΙ ΦΤΙΑΞΑΝΕ ΤΡΑΣΤ…

Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ*

 Μπορεί στη σημερινή συγκυρία τα ονόματα σε σχέση με τους στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη να είναι διαφορετικά, ωστόσο αυτό που παραμένει ίδιο και απαράλλακτο είναι η δημιουργία των τραστ.
Aegean και Olympic Air επιχειρούν εκ νέου να συγχωνευθούν, παρά την απόρριψη ανάλογου πρόσφατου αιτήματος τους από την Επιτροπή Ανταγωνισμού της ΕΕ, και σίγουρα οι πρόσφατες αλλά και οι προκαθορισμένες εξελίξεις στον τραπεζικό κλάδο τους προσφέρουν επιχειρήματα στην προσπάθεια τους να λάβουν θετική απάντηση αυτήν τη φορά.

Άλλωστε οι κυβερνητικές ευλογίες στη δημιουργία τραπεζικών γιγάντων και η συμμετοχή του κράτους στη συγκρότηση των τραστ (είτε με την ανοχή είτε με την παραγγελία της τρόικα) αποδεικνύουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι η καρτελοποίηση στρατηγικών τομέων της ελληνικής οικονομίας συνιστά στρατηγική επιλογή του εγχώριου και ευρωπαϊκού αστικού μπλοκ και φυσικά των πολιτικών τους εκπροσώπων, στα πλαίσια της οποίας κομβικό ρόλο παίζουν οι ΔΕΚΟ.

Προς επίρρωση του παραπάνω ισχυρισμού αρκεί να δούμε πως το ξεπούλημα της Αγροτικής και η δημιουργία του τραστ Σάλλα, Σαμαρά, Βενιζέλου και Κουβέλη ήταν αυτό που ξεκλείδωσε τη διαδικασία συγχωνεύσεων στον τραπεζικό κλάδο, η οποία όπως όλα δείχνουν θα ολοκληρωθεί με το ξεπούλημα του ΤΤ πιθανότατα στο κοινό σχήμα Εθνικής – Eurobank.

Εν τω μεταξύ μια ματιά στο γεγονός πως αφενός η Olympic Air, που εμπλέκεται εκ νέου σε διαδικασίες συγχώνευσης, αποτελεί συνέχεια της δημόσιας Ολυμπιακής που ξεπουλήθηκε στην προ του μνημονίου εποχή και αφετέρου στο ότι κυβέρνηση και τρόικα δια μέσου του ΤΑΙΠΕΔ έχουν βάλει πωλητήριο σε ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ και άλλες ΔΕΚΟ μαρτυρούν ότι η αξιοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων στα πλαίσια της καρτελοποίησης της ελληνικής οικονομίας έχει και παρελθόν αλλά και μέλλον.

Εστιάζοντας, ωστόσο, σε αυτή καθευατή τη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας προς ολιγοπωλιακές καταστάσεις πέφτουμε πάνω σε αυτό που η μαρξιστική θεωρία περιγράφει ως εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Στην προκειμένη περίπτωση η εγγενής αντίφαση έγκειται στο ότι οι ίδιοι οι καπιταλιστές προκρίνουν ως λύση στην κρίση μία μέθοδο που άπαντα τα ρεύματα της φιλελεύθερης οικονομικής σκέψης, από τον Άνταμ Σμιθ και τον Κέυνς μέχρι τη Σχολή του Σικάγο αναγνωρίζουν ως ανεπιθύμητο και παράγοντα στρέβλωσης του ανταγωνισμού , ο οποίος συνιστά λυδία λίθο του καπιταλισμού, τα ολιγοπώλια.

Τόσο οι αγορές (που κατά το Σμιθ και τους νεοφιλελεύθερους της Σχολής του Σικάγο είναι οι μόνες που μπορούν, εφόσον αφεθούν να λειτουργήσουν απρόσκοπτα, να διατηρήσουν το σύστημα σε ισορροπία), όσο και το αστικό κράτος (που κατά τους θιασώτες του Κέυνς μπορεί να διορθώσει τα πράγματα όταν αυτά σε οριακές περιπτώσεις ξεφεύγουν από τον έλεγχο των αγορών) συναινούν σε μία στρατηγική που με βάση τα δικά τους εγχειρίδια και τους δικούς τους νόμους, οδηγεί σε καταστάσεις οι οποίες συνιστούν για το φιλελευθερισμό ότι το λιβάνι για το διάολο. Αν, λοιπόν, έτσι έχουν τα πράγματα το πρώτο και κύριο συμπέρασμα που βγαίνει τόσο για την Αριστερά όσο και για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας είναι ο ουτοπικός και ανεδαφικός χαρακτήρας οποιασδήποτε σκέψης διαχείρισης του υπάρχοντος συστήματος.

Όπερ, σε απλά …πολιτικά, έστι μεθερμηνευόμενον, ότι οι δυνάμεις της Αριστεράς δεν έχουν παρά να παλέψουν με το χρόνο προκειμένου άμεσα να παράξουν τη σύγχρονη εκείνη επιστημονική θεωρία, η οποία θα θέσει τις βάσεις για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της οικονομίας και της κοινωνίας. Προκειμένου, ωστόσο, να τα καταφέρουμε, οφείλουμε όλοι να έχουμε στο μυαλό μας ότι μια τέτοια μετάβαση περνά απαρέγκλιτα μέσα από τη ριζοσπαστικοποίηση των εργαζομένων, της νεολαίας και των λαϊκών στρωμάτων.

Και αυτή η διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης επ’ ουδενί λόγω εξυπηρετείται με ιδεολογικές μονολιθικότες, άλματα στο κενό, ή λογικές καθοδήγησης των οργανωμένων δυνάμεων από το αφηρημένο υποκείμενο που ονομάζεται κοινωνία. Αντίθετα, απαιτεί προσεκτική ανάλυση τόσο της συγκυρίας όσο και του βαθμού ριζοσπαστικότητας της ελληνικής κοινωνίας προκειμένου να εκπονήσουμε μια τακτική που θα απαντά στις σημερινές συνθήκες εξυπηρέτησης του στρατηγικού στόχου της σοσιαλιστικής μετάβασης.