Οριστικά αντισυνταγματικές κρίθηκαν από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας οι διατάξεις του Ν. 3838/2010 (νόμος Ραγκούση) που έδωσαν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα με τη χορήγηση ιθαγένειας.
Σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ που δημοσιεύτηκε, οι ρυθμίσεις για την κτήση ελληνικής ιθαγένειας από αλλοδαπούς προσκρούουν στις επιταγές του Συντάγματος, καθώς η πολιτογράφηση που προβλέπει ο νόμος γίνεται με βάση αμιγώς τυπικές προϋποθέσεις (χρόνος νόμιμης διαμονής του αιτούντος αλλοδαπού ή της οικογένειας του, φοίτηση σε ελληνικό σχολείο επί ορισμένο χρόνο, ανυπαρξία καταδίκης για ορισμένα σοβαρά ποινικά αδικήματα), χωρίς να γίνεται εξατομικευμένη κρίση για τη συνδρομή της ουσιαστικής προϋπόθεσης του δεσμού προς το ελληνικό έθνος του αλλοδαπού εκείνου που υποβάλλει αίτηση πολιτογράφησης.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ, έκρινε, σχεδόν ομόφωνα, ότι το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι επιφυλάσσεται από το Σύνταγμα μόνο στους Έλληνες πολίτες και δεν μπορεί να επεκταθεί και στους μη έχοντες την ιδιότητα αυτή, αν δεν γίνει αναθεώρηση της σχετικής διάταξης του Συντάγματος.
Στην απόφασή τους τα μέλη της Ολομέλειας του ΣτΕ σημειώνουν μεταξύ άλλων: «Ο νομοθέτης έχει μεν τη δυνατότητα να εκτιμά εκάστοτε τις συγκεκριμένες συνθήκες (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές) και να καθορίζει τις προϋποθέσεις κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας κατά τρόπο χαλαρότερο ή αυστηρότερο, αλλά δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό κράτος με συγκεκριμένη ιστορία και ότι ο χαρακτήρας αυτός είναι εγγυημένος από το ισχύον Σύνταγμα. Επίσης, ότι το κράτος αυτό είναι εντεταγμένο σε υπερεθνική κοινότητα εθνικών κρατών με παρόμοιες συνταγματικές παραδόσεις (Ευρωπαϊκή Ένωση), η οποία σέβεται την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή.
» Συνέπεια δε τούτων είναι ότι ελάχιστος όρος και όριο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας είναι η ύπαρξη γνησίου δεσμού του αλλοδαπού προς το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία, τα οποία δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα, αλλά παριστούν διαχρονική ενότητα με ορισμένο πολιτιστικό υπόβαθρο, κοινότητα με σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα με μακρά παράδοση, στοιχεία τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά με τη βοήθεια μικρότερων κοινωνικών μονάδων (οικογένεια) και οργανωμένων κρατικών μονάδων (εκπαίδευση). Εάν παραγνωριζόταν η προϋπόθεση του ουσιαστικού δεσμού και ο νομοθέτης - εναλλασσόμενος κατά θεμελιώδη αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος - μπορούσε να τον αγνοήσει και να ελαχιστοποιήσει τα προσόντα κτήσεως της ιθαγενείας, τότε πρακτικώς θα μπορούσε και να προσδιορίσει αυθαιρέτως τη σύνθεση του λαού, με την προσθήκη απροσδιορίστου αριθμού προσώπων ποικίλης προελεύσεως, με χαλαρή ή ανύπαρκτη ενσωμάτωση, με ό,τι τούτο θα συνεπαγόταν για τη συνταγματική τάξη και τη λειτουργία του πολιτεύματος, καθώς και την ομαλή, ειρηνική εξέλιξη της κοινωνικής ζωής, λαμβανομένου σοβαρά υπόψη και του γεγονότος ότι το status της ιθαγένειας είναι αμετάκλητο, αφού η σχετική συνταγματική ρύθμιση απαγορεύει την αφαίρεση της ιθαγένειας».
Η συγκεκριμένη υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια από το Δ’ Τμήμα του ΣτΕ που είχε κάνει δεκτή προσφυγή του δικηγόρου και κατοίκου του κέντρου της Αθήνας κ. Ιωάννη Ανδριόπουλου ο οποίος ζητούσε να ακυρωθεί ως αντισυνταγματική η από 30.4.2010 απόφαση του τότε υπουργού Εσωτερικών που καθορίζει τα δικαιολογητικά που πρέπει να προσκομίζονται κατά την αίτηση εγγραφής στο δημοτολόγιο.
Επίσης, ο προσφεύγων ζητούσε να ακυρωθεί και η από 7.5.2010 εγκύκλιος του ίδιου υπουργού η οποία δίνει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι (μόνο για τις θέσεις δημοτικών συμβούλων, συμβούλων δημοτικών διαμερισμάτων και τοπικών συμβούλων) στους ομογενείς και στους νομίμως διαμένοντες στην Ελλάδα υπηκόους τρίτων χωρών για την ανάδειξη τους στην πρωτοβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση.
Σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ που δημοσιεύτηκε, οι ρυθμίσεις για την κτήση ελληνικής ιθαγένειας από αλλοδαπούς προσκρούουν στις επιταγές του Συντάγματος, καθώς η πολιτογράφηση που προβλέπει ο νόμος γίνεται με βάση αμιγώς τυπικές προϋποθέσεις (χρόνος νόμιμης διαμονής του αιτούντος αλλοδαπού ή της οικογένειας του, φοίτηση σε ελληνικό σχολείο επί ορισμένο χρόνο, ανυπαρξία καταδίκης για ορισμένα σοβαρά ποινικά αδικήματα), χωρίς να γίνεται εξατομικευμένη κρίση για τη συνδρομή της ουσιαστικής προϋπόθεσης του δεσμού προς το ελληνικό έθνος του αλλοδαπού εκείνου που υποβάλλει αίτηση πολιτογράφησης.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ, έκρινε, σχεδόν ομόφωνα, ότι το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι επιφυλάσσεται από το Σύνταγμα μόνο στους Έλληνες πολίτες και δεν μπορεί να επεκταθεί και στους μη έχοντες την ιδιότητα αυτή, αν δεν γίνει αναθεώρηση της σχετικής διάταξης του Συντάγματος.
Στην απόφασή τους τα μέλη της Ολομέλειας του ΣτΕ σημειώνουν μεταξύ άλλων: «Ο νομοθέτης έχει μεν τη δυνατότητα να εκτιμά εκάστοτε τις συγκεκριμένες συνθήκες (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές) και να καθορίζει τις προϋποθέσεις κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας κατά τρόπο χαλαρότερο ή αυστηρότερο, αλλά δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό κράτος με συγκεκριμένη ιστορία και ότι ο χαρακτήρας αυτός είναι εγγυημένος από το ισχύον Σύνταγμα. Επίσης, ότι το κράτος αυτό είναι εντεταγμένο σε υπερεθνική κοινότητα εθνικών κρατών με παρόμοιες συνταγματικές παραδόσεις (Ευρωπαϊκή Ένωση), η οποία σέβεται την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή.
» Συνέπεια δε τούτων είναι ότι ελάχιστος όρος και όριο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας είναι η ύπαρξη γνησίου δεσμού του αλλοδαπού προς το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία, τα οποία δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα, αλλά παριστούν διαχρονική ενότητα με ορισμένο πολιτιστικό υπόβαθρο, κοινότητα με σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα με μακρά παράδοση, στοιχεία τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά με τη βοήθεια μικρότερων κοινωνικών μονάδων (οικογένεια) και οργανωμένων κρατικών μονάδων (εκπαίδευση). Εάν παραγνωριζόταν η προϋπόθεση του ουσιαστικού δεσμού και ο νομοθέτης - εναλλασσόμενος κατά θεμελιώδη αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος - μπορούσε να τον αγνοήσει και να ελαχιστοποιήσει τα προσόντα κτήσεως της ιθαγενείας, τότε πρακτικώς θα μπορούσε και να προσδιορίσει αυθαιρέτως τη σύνθεση του λαού, με την προσθήκη απροσδιορίστου αριθμού προσώπων ποικίλης προελεύσεως, με χαλαρή ή ανύπαρκτη ενσωμάτωση, με ό,τι τούτο θα συνεπαγόταν για τη συνταγματική τάξη και τη λειτουργία του πολιτεύματος, καθώς και την ομαλή, ειρηνική εξέλιξη της κοινωνικής ζωής, λαμβανομένου σοβαρά υπόψη και του γεγονότος ότι το status της ιθαγένειας είναι αμετάκλητο, αφού η σχετική συνταγματική ρύθμιση απαγορεύει την αφαίρεση της ιθαγένειας».
Η συγκεκριμένη υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια από το Δ’ Τμήμα του ΣτΕ που είχε κάνει δεκτή προσφυγή του δικηγόρου και κατοίκου του κέντρου της Αθήνας κ. Ιωάννη Ανδριόπουλου ο οποίος ζητούσε να ακυρωθεί ως αντισυνταγματική η από 30.4.2010 απόφαση του τότε υπουργού Εσωτερικών που καθορίζει τα δικαιολογητικά που πρέπει να προσκομίζονται κατά την αίτηση εγγραφής στο δημοτολόγιο.
Επίσης, ο προσφεύγων ζητούσε να ακυρωθεί και η από 7.5.2010 εγκύκλιος του ίδιου υπουργού η οποία δίνει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι (μόνο για τις θέσεις δημοτικών συμβούλων, συμβούλων δημοτικών διαμερισμάτων και τοπικών συμβούλων) στους ομογενείς και στους νομίμως διαμένοντες στην Ελλάδα υπηκόους τρίτων χωρών για την ανάδειξη τους στην πρωτοβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση.