Το ποδόσφαιρο είναι το πρόσχημα και το θύμα, παρά η αιτία και ο θύτης της βίας.

Η βία στο ποδόσφαιρο είναι μια βία που τη βλέπουν όλοι και ως εκ τούτου αποτελεί ένα πολύ εμπορεύσιμο είδος από τα τρομολαγνικά ΜΜΕ. 
Το ζήσαμε πρόσφατα στο ντέρμπι των "αιωνίων...το ίδιο έργο σε επανάληψη ζήσαμε ξανά τη βδομάδα που διανύσαμε,όταν η  βία  έδειξε και πάλι το πρόσωπό της στο γήπεδο και συγκεκριμένα αυτή τη φορά στο ΟΑΚΑ όπου διεξαγόταν ο κρίσιμος προημιτελικός Κυπέλλου της ΑΕΚ με τον Ολυμπιακό. 
Το ποδόσφαιρο - ειδικά την εποχή της τηλεόρασης που είναι παρούσα στα γήπεδα - έχει την εξής «ατυχία»: Η βία που εκδηλώνεται στους χώρους του να καταγράφεται πολύ συχνότερα «μπροστά στα μάτια» μας, απ' ό,τι συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις, όπως π.χ. οι ληστείες στις τράπεζες ή τα μαφιόζικα ξεκαθαρίσματα...
Η εικόνα της βίας στα γήπεδα προβάλλεται με έναν τρόπο που ακόμα κι όταν δεν καταλήγει στην ενοχοποίηση του ποδοσφαίρου αυτού καθ' αυτού, καλύπτει και αποσιωπά τα αίτια που τη γεννούν και αυτός είναι ο λόγος που αυτή η βία χωρίς στόχο... είναι σαν βαλβίδα ασφαλείας που κάθε μηχανισμός εξουσίας  μπορεί να εκμεταλλευτεί. 
Αλλά «τα δάκρυα δε βγαίνουν από το μαντίλι», όπως σημειώνει ο Γκαλεάνο. Συνεπώς, αν θέλει κανείς να εξηγήσει το φαινόμενο της βίας στο ποδόσφαιρο, θα πρέπει να κοιτάξει τις κοινωνικές αδικίες. Την περιθωριοποίηση κοινωνικών στρωμάτων, που γεννά απογοήτευση και μίσος. Την ιδεολογική επίδραση που ασκεί στους οπαδούς ένα σύστημα που η βασική αρχή του (ο θάνατός σου η ζωή μου) μετουσιώνεται από τους ποδοσφαιρικούς παράγοντες στο δόγμα «καλύτερα μια άτιμη νίκη, παρά μια ένδοξη και αξιοπρεπής ήττα».
Μην εκληφθούν τα παραπάνω ως προσπάθεια ιδεολογικοποίησης του «δικαιώματος» της βίας στα γήπεδα. Το αντίθετο μάλιστα. Επιχειρούμε να πούμε ότι η βία των γηπέδων, πολλές φορές οργανωμένη, με τους αφιονισμένους σε διάταξη «ιδιωτικού στρατού» του εκάστοτε «προέδρου», είναι ένας «Φρανκενστάιν» - δημιούργημα των σφετεριστών του λαϊκότερου αθλήματος, η απεχθέστερη μορφή καπηλείας του ποδοσφαίρου από τους εμπόρους του. Είναι προϊόν μιας μακρόχρονης πολιτικής.

 Μιλάμε για την πολιτική που στα  χρόνια του επαγγελματικού ποδοσφαίρου «παράγει» τους «Χοντρούς» και τους «καου-Μπέους», τους «Αγαπούλες» και τους «μπαρμπα-Θωμάδες», τους «Ρίνγκο» και τους «Κοκαλιάρηδες», τους «Τίγρεις» και τους «Περίεργους». Δεν πρόκειται για τα ονόματα μαφιόζικων συμμοριών της Νέας Υόρκης. Είναι τα προσωνύμια των ευυπόληπτων παραγόντων που διοικούν και ελέγχουν το ελληνικό ποδόσφαιρο...
Αλλά, τι φταίει το ποδόσφαιρο ως παιχνίδι για τα απόβλητα των μονοπωλητών του; Κανείς δεν κατηγόρησε τη φιλοσοφία, επειδή ο Νίτσε έγινε αντικείμενο καπηλείας από τον Χίτλερ. Είναι απολύτως βλακώδες να κατηγορείς τη μουσική του Βάγκνερ επειδή τη σφετερίστηκαν οι ναζί. Με άλλα λόγια, το ποδόσφαιρο είναι το πρόσχημα και το θύμα, παρά η αιτία και ο θύτης της βίας.
Η βία περί το ποδόσφαιρο (ουδεμία σχέση με τη «βία - μαμή της Ιστορίας») είναι μια από τις πληγές που ανοίγει στο σώμα του ποδοσφαίρου - παιχνιδιού η μετατροπή του σε ένα παρά φύσιν εμπόρευμα. Πρόκειται για προκατασκευασμένη βία που κυοφορείται στα γραφεία των ομίλων που ελέγχουν τις ΠΑΕ.
Στην αθέατη πλευρά των άγριων συγκρούσεων οπαδών και των πρωτοσέλιδων, που τις τροφοδοτούν και τις αναπαράγουν, βρίσκεται το ξέπλυμα χρημάτων, το «ξέπλυμα» ιδεολογιών ή και κρατικών πολιτικών και, τελικά, τα κέρδη των ηθικών αυτουργών (οικονομικά και πολιτικά), αφού τελικά αυτοί οι εξαγριωμένοι και αφιονισμένοι οπαδοί είναι μια σταθερή πηγή εσόδων για την κάθε ομάδα και τον κάθε διαχειριστή της συλλογικής ταυτότητας της ομάδας.

Ναι, αλλά αν οι σφετεριστές και οι κάθε λογής «παράγοντες» φύγουν από το ποδόσφαιρο, δε θα γίνουν ξανά συμπλοκές στα γήπεδα; Προσοχή: Ξύλο στο ποδόσφαιρο θα συνεχίσει ενδεχομένως να πέφτει, όπως έπεφτε στην αλάνα, εκεί που οι πιτσιρικάδες «δεν είχαν να χωρίσουν τίποτα» (πέρα από το παιχνίδι). Αλλά άλλο αυτό κι άλλο να μετατρέπεται το ποδόσφαιρο σε ...«εξάσφαιρο» στα χέρια των καουμπόηδων που το διοικούν. Αλλο να υποδύεσαι τον τιμωρό των «καθαρμάτων», των «εγκληματιών», των «ταραξιών» και τον φορέα της «κάθαρσης» των γηπέδων, κάνοντας το ποδόσφαιρο όχημα διάχυσης της «ιδεολογίας της καταστολής», να καμώνεσαι την αποστείρωση σαν γιατρειά, λες και η αποστείρωση των γηπέδων από τα «μικρόβια» δε θα μεταφέρει τα «μικρόβια» λίγο πιο δίπλα από τα γήπεδα κι άλλο να αντιλαμβάνεσαι το ποδόσφαιρο ως χώρο που πρέπει να αναπτύσσεται στο πλαίσιο μιας άλλης κοινωνικής αντίληψης, μιας άλλης πολιτικής συμπεριφοράς, ενός αθλητισμού με άλλο περιεχόμενο, μιας άλλης Παιδείας, δηλαδή με όρους πρόληψης.

Πάμε τώρα στους ποικιλώνυμους «αναλυτές» που θρηνούν για τα φαινόμενα αυτά, που αμαυρώνουν, όπως λένε, την εικόνα του ποδοσφαίρου. Στην πραγματικότητα δεν κρύβουν ότι ένα πράγμα τους απασχολεί. Όχι η σωματική ακεραιότητα των φιλάθλων, ούτε η «φήμη» του ποδοσφαίρου. Εκείνο που τους νοιάζει (όταν τους νοιάζει) είναι ότι η βία συνιστά (κατά την ορολογία προγενέστερου υπουργού Αθλητισμού) ένα «αντιοικονομικό φαινόμενο» (!) το οποίο μειώνει τα μεγέθη της ποδοσφαιρικής αγοράς. Δηλαδή, τον φίλαθλο τον αντιμετωπίζουν μόνο ως πελάτη, που αν δικαιούται προστασία είναι μόνο και μόνο για να μην πάψει να καταναλώνει το προϊόν τους.
Έτσι οι κυβερνήσεις παίρνουν μέτρα για να προστατέψουν όχι το παιχνίδι, αλλά την «αγορά» του: Νομοθετούν διατάξεις για τη δήθεν αντιμετώπιση του χουλιγκανισμού στα γήπεδα, που είτε δεν εφαρμόζονται ποτέ, είτε η εφαρμογή τους - σύμφυτη με την ιδεολογία της καταστολής - εγγυάται εικόνες σαν αυτές που είδαμε πρόσφατα...