Με δήλωσή της, η κ. Κωνσταντοπούλου σχολιάζοντας τη συμφωνία των τριών κομμάτων, τονίζει ότι η νέα κυβέρνηση επιχειρεί να υποβαθμίσει το θεσμό της βουλής και τον θεσμικό ρόλο της Αντιπολίτευσης. «Η εξαγγελία αυτή συνιστά Θεσμική εκτροπή».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΔΗΛΩΣΗ« Στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, ο σεβασμός των θεσμών αποτελεί αυτοτελή αξία. Ωστόσο, η πρώτη πράξη της νέας Κυβέρνησης σηματοδοτεί απόπειρα περαιτέρω υποβάθμισης τόσο του θεσμού της Βουλής όσο και του συνταγματικά και θεσμικά κατοχυρωμένου ρόλου της Αντιπολίτευσης.
Η κατακλείδα του κειμένου που ονομάστηκε «οδικός χάρτης» της νέας κυβέρνησης περιλαμβάνει την εξής μοναδική και πλέον ανησυχητική εξαγγελία:
«Τέλος, με πρωτοβουλία της νέας κυβέρνησης και του Προεδρείου της Βουλής θα αλλάξει ο Κανονισμός Λειτουργίας της, ώστε να προσαρμοστεί η άσκηση του νομοθετικού έργου και ο Κοινοβουλευτικός Έλεγχος στις νέες συνθήκες των κυβερνήσεων συνεργασίας. Έτσι, θα αναβαθμιστεί ο ρόλος του Κοινοβουλίου».
Η εξαγγελία αυτή συνιστά από μόνη της θεσμική εκτροπή και αποτελεί ομολογία ότι στόχος είναι, και πάλι, η δημιουργία «Κυβερνητικής Βουλής», σε πλήρη αναντιστοιχία με τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς:
Η Βουλή, ως γνωστόν δεν έχει ακόμη συγκροτηθεί (συγκαλείται μόλις την 28/6/2012, σύμφωνα με το ΦΕΚ διάλυσης της προηγούμενης Βουλής) και πρόκειται να εκλέξει το Προεδρείο της με μυστική ψηφοφορία στην επόμενη συνεδρίασή της. Επίσης, στη Δημοκρατία, η νομοθετική εξουσία ασκείται ανεξάρτητα από την εκτελεστική. Το να προκαταλαμβάνεται το τι θα πράξει ένα μη εκλεγέν ακόμη Προεδρείο μιας μη συγκροτηθείσης Βουλής, κατά τρόπον ώστε να παρίσταται εντελώς εικονική η λειτουργία των θεσμών, είναι ενδεικτικό της πλήρους απαξίωσης του Συνταγματικού και Δημοκρατικού θεσμικού πλαισίου.
Το ίδιο ισχύει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό για την προεξόφληση όχι μόνον της αλλαγής του Κανονισμού της Βουλής (κατά πλήρη περιφρόνηση της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας συνείδησης και ψήφου των βουλευτών), αλλά και για το περιεχόμενο αυτής της αλλαγής: «να προσαρμοστεί η άσκηση του νομοθετικού έργου και ο Κοινοβουλευτικός Έλεγχος στις νέες συνθήκες των κυβερνήσεων συνεργασίας»
Η φράση αυτή είναι αποκαλυπτική της πρόθεσης να φαλκιδευθεί η δυνατότητα κοινοβουλευτικού ελέγχου από την Αξιωματική Αντιπολίτευση, αλλά και από την ελάσσονα αντιπολίτευση. Και βέβαια, όχι μόνον δεν αναβαθμίζεται έτσι η λειτουργία του Κοινοβουλίου, αλλά υποβαθμίζεται ακόμη περισσότερο, σε πλήρη στοίχιση με την πρακτική ψήφισης των Μνημονίων, που μετέτρεψε το Κοινοβούλιο σε διακοσμητικό στοιχείο και απομάκρυνε τη Βουλή από τη ζωντανή πραγματικότητα της κοινωνίας.
Είναι πραγματικά λυπηρό το γεγονός ότι τα συμπράττοντα κόμματα της νέας Κυβέρνησης δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να δεσμευθούν σε τίποτε για τους ανέργους, για τους εργαζομένους, για τους συνταξιούχους, για τους μαστιζόμενους νέους, για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, για τους χειμαζόμενους αγρότες, για τους ασθενείς, για την κατάργηση του Νόμου περί Ευθύνης Υπουργών, για την αναζήτηση ευθυνών για τα πολιτικά σκάνδαλα, την διαφθορά και την κλεπτοκρατία, για την ευθύνη υπαγωγής της χώρας μας στην επιτήρηση με ακρωτηριασμό κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά δεν παρέλειψαν να εξαγγείλουν ως μοναδική ρητή δέσμευση, μια νέα θεσμική εκτροπή. Και, στην βιασύνη τους, λησμόνησαν ακόμη και την κοινοβουλευτική παράδοση συναίνεσης των πολιτικών δυνάμεων σε οποιαδήποτε αλλαγή του Κανονισμού της Βουλής.
Υπενθυμίζουμε λοιπόν ότι, όσο υπάρχει ακόμη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία στη χώρα μας, η Κοινοβουλευτική Λειτουργία δεν εξαγγέλλεται από την Κυβέρνηση. Το Προεδρείο της Βουλής (στο οποίο θεσμικά συμμετέχει η Αντιπολίτευση) δεν ενεργεί κατά παραγγελία της Κυβερνήσεως, ούτε λαμβάνει εντολές πριν καν εκλεγεί. Και, κυρίως, ο Κανονισμός της Βουλής έχει ως σκοπό να διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, την αναλογική αντιπροσώπευση και ακρόαση των Κομμάτων ανάλογα με την κοινοβουλευτική τους δύναμη και όχι να προστατεύει ή να δημιουργεί προνόμια για Κυβερνήσεις ή Κυβερνώσες Κομματικές Κοινοπραξίες».