Το έργο επικεντρώνεται σε ιστορίες της αστικής τάξης. Στο βικτωριανό Λονδίνο, πρωταγωνιστής είναι ο περιβόητος Μακίθ (Μάκι Μέσερ ή Μακ ο Μαχαιροβγάλτης), που παντρεύεται την Πόλι Πίτσαμ.
Στην Πρώτη Πράξη, ο Μπρεχτ παρουσιάζει το μαγαζί του Τζόναθαν Πίτσαμ, του αφεντικού των ζητιάνων του Λονδίνου, στους οποίους πουλάει προστασία, τους εκμεταλλεύεται και διεκδικεί μερίδιο από τα καθημερινά "κέρδη" τους, ασκώντας κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα, προβάλλοντας την εικόνα ότι τα πάντα μπορούν να γίνουν "εμπόριο", ακόμα και η ελεημοσύνη.
Ο Πίτσαμ ανακαλύπτει ότι η κόρη του, η Πόλι, που τη θεωρεί ιδιοκτησία του, έχει μπλέξει με τον περιβόητο κακοποιό Μακίθ.
Η ίδια η Πόλι εκείνο το βράδυ παντρεύεται το Μακίθ σε ένα σταύλο και διασκεδάζει μαζί με τη συμμορία του, παριστάνοντας την "Τζένη των Πειρατών".
Γυρίζοντας σπίτι, ανακοινώνει στους γονείς της το γάμο της, αλλά και το ότι ο αρχηγός της αστυνομίας Τάιγκερ Μπράουν διασκέδασε μαζί τους,καθώς αυτός και ο Μακίθ είναι στενοί φίλοι από το στρατό.
Ο γάμος αυτός εξοργίζει τον πατέρα της, ο οποίος πασχίζει να στείλει τον Μακίθ στην κρεμάλα.
Η Πόλι αναφέρει στο Μακίθ τις προσπάθειες του πατέρα της κι αυτός αποφασίζει να φύγει από το Λονδίνο, αφήνοντας διάφορες "δουλειές" στην Πόλι.
Πριν φύγει, επισκέπτεται την Τζένι, πρώην αγαπημένη του, χωρίς να ξέρει ότι έχει δεχτεί λεφτά από την κυρία Πίτσαμ για να τον καταδώσει.
Παρά τη φιλία του με τον αρχηγό της αστυνομίας Μπράουν, συλλαμβάνεται και οδηγείται στη φυλακή.
Εκεί εμφανίζονται η Πόλι μαζί με τη Λούσι, την κόρη του Μπράουν, όπου μεσολαβεί μια σκηνή ζήλιας και τσακωμού...
Η Λούσι μηχανορραφεί για την απόδραση του Μακίθ, ενώ ο Πίτσαμ απειλεί τον αστυνόμο Μπράουν ότι θα εξαπολύσει όλους τους ζητιάνους του κατά την τελετή στέψης της βασίλισσας, κάτι που θα στοίχιζε τη θέση του.
Η Τζένι απαιτεί τα χρήματά της από την κυρία Πίτσαμ, η οποία αρνείται.
Ο Μπράουν μαθαίνει ότι οι ζητιάνοι έχουν ήδη λάβει θέσεις και ο μόνος τρόπος να σώσει τον ίδιο και τη θέση του στην αστυνομία είναι να συλλάβει και να εκτελέσει το Μακίθ.
Ο Μακίθ οδηγείται και πάλι στη φυλακή, αλλά αυτή τη φορά κανείς δεν μπορεί να μαζέψει τόσα χρήματα για να εξαγοράσει τους φύλακες.
Λίγο πριν την εκτέλεση, γίνεται η μεγάλη ανατροπή. Καταφτάνει απεσταλμένος της βασίλισσας, η οποία δίνει χάρη στο Μακίθ και του χορηγεί αποζημίωση και ένα κάστρο με τίτλο.
Σύσσωμος ο θίασος στο φινάλε τραγουδάει μια παράκληση να μην τιμωρούνται τόσο αυστηρά τα αδικήματα.
Στην Πρώτη Πράξη, ο Μπρεχτ παρουσιάζει το μαγαζί του Τζόναθαν Πίτσαμ, του αφεντικού των ζητιάνων του Λονδίνου, στους οποίους πουλάει προστασία, τους εκμεταλλεύεται και διεκδικεί μερίδιο από τα καθημερινά "κέρδη" τους, ασκώντας κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα, προβάλλοντας την εικόνα ότι τα πάντα μπορούν να γίνουν "εμπόριο", ακόμα και η ελεημοσύνη.
πατηστε εδω... |
Η ίδια η Πόλι εκείνο το βράδυ παντρεύεται το Μακίθ σε ένα σταύλο και διασκεδάζει μαζί με τη συμμορία του, παριστάνοντας την "Τζένη των Πειρατών".
Γυρίζοντας σπίτι, ανακοινώνει στους γονείς της το γάμο της, αλλά και το ότι ο αρχηγός της αστυνομίας Τάιγκερ Μπράουν διασκέδασε μαζί τους,καθώς αυτός και ο Μακίθ είναι στενοί φίλοι από το στρατό.
Ο γάμος αυτός εξοργίζει τον πατέρα της, ο οποίος πασχίζει να στείλει τον Μακίθ στην κρεμάλα.
Η Πόλι αναφέρει στο Μακίθ τις προσπάθειες του πατέρα της κι αυτός αποφασίζει να φύγει από το Λονδίνο, αφήνοντας διάφορες "δουλειές" στην Πόλι.
Πριν φύγει, επισκέπτεται την Τζένι, πρώην αγαπημένη του, χωρίς να ξέρει ότι έχει δεχτεί λεφτά από την κυρία Πίτσαμ για να τον καταδώσει.
Παρά τη φιλία του με τον αρχηγό της αστυνομίας Μπράουν, συλλαμβάνεται και οδηγείται στη φυλακή.
Εκεί εμφανίζονται η Πόλι μαζί με τη Λούσι, την κόρη του Μπράουν, όπου μεσολαβεί μια σκηνή ζήλιας και τσακωμού...
Η Λούσι μηχανορραφεί για την απόδραση του Μακίθ, ενώ ο Πίτσαμ απειλεί τον αστυνόμο Μπράουν ότι θα εξαπολύσει όλους τους ζητιάνους του κατά την τελετή στέψης της βασίλισσας, κάτι που θα στοίχιζε τη θέση του.
Η Τζένι απαιτεί τα χρήματά της από την κυρία Πίτσαμ, η οποία αρνείται.
Ο Μπράουν μαθαίνει ότι οι ζητιάνοι έχουν ήδη λάβει θέσεις και ο μόνος τρόπος να σώσει τον ίδιο και τη θέση του στην αστυνομία είναι να συλλάβει και να εκτελέσει το Μακίθ.
Ο Μακίθ οδηγείται και πάλι στη φυλακή, αλλά αυτή τη φορά κανείς δεν μπορεί να μαζέψει τόσα χρήματα για να εξαγοράσει τους φύλακες.
Λίγο πριν την εκτέλεση, γίνεται η μεγάλη ανατροπή. Καταφτάνει απεσταλμένος της βασίλισσας, η οποία δίνει χάρη στο Μακίθ και του χορηγεί αποζημίωση και ένα κάστρο με τίτλο.
Σύσσωμος ο θίασος στο φινάλε τραγουδάει μια παράκληση να μην τιμωρούνται τόσο αυστηρά τα αδικήματα.