Μετά την πίεση για άμεση ανάκληση του απαράδεκτου και αυθαίρετου υπουργικού εγγράφου,για την αναστολή εφαρμογής διατάξεων του Ν.3838/2010,που άσκησαν οι βουλευτές του ΚΚΕ,με επίκαιρη ερώτηση προς τον Υπουργό Εσωτερικών (διαβάστε εδώ),ζητώντας παράλληλα να επιτραπεί η απρόσκοπτη συνέχιση των διαδικασιών κτήσης ιθαγένειας,όπως και άμεσα μέτρα για τo σεβασμό των δικαιωμάτων των παιδιών των μεταναστών,τόσο αυτών που υπάγονται στο συγκεκριμένο νόμο όσο και γενικότερα...
Έξι Δήμαρχοι με κοινή δήλωσή τους διεμήνυσαν πως δεν εφαρμόζουν την αναστολής χορήγησης ιθαγένειας.
Την κοινή δήλωση-πρόταση, με την οποία θεωρούν ότι το έγγραφο του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών Χ.Αθανασίου παραβιάζει την αρχή της νομιμότητας για αναστολή διαδικασιών κτήσης ιθαγένειας «ενόψει προσεχούς δημοσίευσης αποφάσεων ΣτΕ», κατέθεσαν στο συνέδριο της ΚΕΔΕ.
Συγκεκριμένα, την δήλωσή, με την οποία χαρακτηρίζουν παράνομο το έγγραφο του Αναπληρωτή υπουργού και ξεκαθαρίζουν ότι δεν πρόκειται να εφαρμόσουν την οδηγία του, υπογράφουν οι Δήμαρχοι Αθηναίων Γιώργος Καμίνης, Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης, Πατρέων Γιάννης Δημαράς, Βόλου Πάνος Σκοτινιώτης, Νίκαιας-Αγ.Ιωάννη Ρέντη Γιώργος Ιωακειμίδης και Ιωαννιτών Φίλιππος Φίλιος. Έξι Δήμαρχοι με κοινή δήλωσή τους διεμήνυσαν πως δεν εφαρμόζουν την αναστολής χορήγησης ιθαγένειας.
Την κοινή δήλωση-πρόταση, με την οποία θεωρούν ότι το έγγραφο του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών Χ.Αθανασίου παραβιάζει την αρχή της νομιμότητας για αναστολή διαδικασιών κτήσης ιθαγένειας «ενόψει προσεχούς δημοσίευσης αποφάσεων ΣτΕ», κατέθεσαν στο συνέδριο της ΚΕΔΕ.
Όπως δηλώνουν οι έξι Δήμαρχοι, οι Δήμοι αδυνατούν να εφαρμόσουν όσα το συγκεκριμένο έγγραφο του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών, παραγγέλλει, πριν από τη δημοσίευση της απόφασης του ΣτΕ, τη μη τήρηση του εν λόγω νόμου. Για το λόγο αυτό, όπως επισημαίνουν, οι Δήμοι θα πρέπει να συνεχίσουν να τηρούν τη διαδικασία απονομής της ιθαγένειας σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, σύμφωνα δηλαδή με την αρχή της νομιμότητας.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στο κείμενο της κοινής δήλωσης - πρότασης, «το υπ’ αρ. πρωτ. 965/15.11.2012 έγγραφο του Υπουργού Αναπληρωτή Εσωτερικών, το οποίο διαβιβάστηκε στους Δήμους από τις οικείες Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, κάνει λόγο για αναστολή όλων των διαδικασιών που βασίζονται στο άρθρο 1α του ΚΕΙ, δηλαδή, μεταξύ άλλων, και όσων υπάγονται στη δεσμία αρμοδιότητα των Δήμων σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του 3838/2010 που είναι εν ισχύ. H παραγγελία αναστολής αιτιολογείται «ενόψει προσεχούς δημοσιεύσεως της αποφάσεως του ΣτΕ που αφορά στον έλεγχο της συνταγματικότητας των άρθρων 1α και 24 του ν. 3838/2010». Η αιτιολογία αυτή παραβιάζει πρωτοφανώς την αρχή της νομιμότητας.
Η αποχή ή καθυστέρηση του Δήμου ή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης από την εμπρόθεσμη προώθηση των προβλεπόμενων ενεργειών, θα ήταν νόμιμη μόνον αν μπορούσε να αιτιολογηθεί με βάση ελλείψεις των αιτήσεων, αμφιβολίες για το κύρος των δικαιολογητικών ή διαπίστωση μη συνδρομής των προϋποθέσεων του νόμου. Κάθε άλλο ενδεχόμενο – και η αναφορά σε επικείμενη δημοσίευση δικαστικής απόφασης – είναι παράνομο, και θα επέσυρε εις βάρος των δημοτικών αρχών και υπαλλήλων τον κίνδυνο πειθαρχικής ή και ποινικής δίωξης. Ειδικά τυχόν άρνηση παραλαβής αίτησης θα συνιστούσε επί πλέον και παράβαση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ενώ τυχόν άρνηση εγγραφής στο δημοτολόγιο προσώπου ήδη κατέχοντος βάσει ΦΕΚ την ελληνική ιθαγένεια θα συνιστούσε επί πλέον και παράβαση του νόμου για τα δημοτολόγια.
Αναστολή δεν νοείται επί νόμων παρά μόνον επί διοικητικών πράξεων, και εκείνων μόνον αν έχει εκδοθεί σχετική δικαστική απόφαση αναστολής. Ακόμη και η ίδια η απόφαση του ΣτΕ, αφού φυσικά εκδοθεί και δημοσιευτεί κατά το νόμιμο τρόπο και τύπο, δεν θα μπορούσε να επιφέρει αυτομάτως αναστολή ισχύος ή εφαρμογής νόμου, παρά μόνον ακυρότητα των συγκεκριμένων διοικητικών πράξεων που καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο της, ενώ για την επέκταση των αποτελεσμάτων της σε άλλες πράξεις ή εκκρεμείς διαδικασίες θα έπρεπε να προηγηθεί είτε νέος νόμος, είτε τουλάχιστον εγκύκλιος με την οποία να επιλύονται κατά τρόπο νόμιμο, έστω και προσωρινά, τόσο τα ζητήματα μετάβασης σε τυχόν νέο καθεστώς όπως αυτό θα προέκυπτε λόγω συμμόρφωσης προς τη νομολογία, όσο και τα ζητήματα χρηστής διοίκησης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απέναντι σε όσους είχαν έγκαιρα και καλόπιστα κινήσει τις διαδικασίες υπαγωγής τους στο συγκεκριμένο τρόπο κτήσης ιθαγένειας. Αν όλα τα παραπάνω ισχύουν σε σχέση με μια ακυρωτική δικαστική απόφαση αφού αυτή εκδοθεί, πολλώ μάλλον είναι αυτονόητα όταν τέτοια απόφαση δεν υφίσταται καν».